Ανυπαίτιο κώλυμα και ασφάλιση μισθωτών
Κώλυμα εργασίας αποτελούν τα περιστατικά που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργαζομένου. Περιστατικά δηλαδή που καθιστούν την παροχή της εργασίας ανέφικτη ή υπέρμετρα επαχθή για τον εργαζόμενο, στα πλαίσια βέβαια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 657 ΑΚ).
Βασικές περιπτώσεις κωλυμάτων εργασίας:
Βιολογικά κωλύματα, λόγω ασθένειας ή κύησης, οδικά κωλύματα, όταν η είσοδος του μισθωτού εμποδίζεται από τρίτους ή υπάρχει κίνδυνος να εμποδιστεί η έξοδος, η στράτευση, παράσταση σε δικαστήριο ως μάρτυρας ή ένορκος, άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, συμμετοχή σε εξετάσεις, συμμετοχή σε σημαντικές θρησκευτικές τελετές, συμμετοχή σε εορτασμό ιδιαίτερων οικογενειακών γεγονότων, συμπαράσταση σε ασθενή.
Ο μισθωτός, μόλις ασθενήσει, οφείλει να ειδοποιήσει καθ’ οποιονδήποτε τρόπο τον εργοδότη περί ασθένειάς του και να του προσκομίσει σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία. Η παράλειψη της αναγγελίας και η αποχή από την εργασία είναι δυνατόν να θεωρηθεί από τις αρχές καλής πίστεως, ως πρόθεση καταγγελίας της συμβάσεως από μέρους του, σαν οικειοθελής αποχώρηση και να αποτελέσει λύση της συμβάσεως από μέρους του μισθωτού και μάλιστα χωρίς αποζημίωση. Θεωρείται αδικαιολόγητη απουσία και παρέχεται παράλληλα στον εργοδότη το δικαίωμα, να περικόψει τις αποδοχές του που αντιστοιχούν όχι μόνο στις μέρες αλλά και στις ώρες της αδικαιολόγητης απουσίας του. Οι μισθωτοί γενικά δικαιούνται να απουσιάζουν από την εργασία τους, χωρίς να διατρέχουν τον παραπάνω κίνδυνο , όταν η απουσία τους οφείλεται σε ασθένεια μικρής διάρκειας(βραχεία) ή προκειμένου για γυναίκα σε λοχεία.
Ως βραχείας διάρκειας ασθένεια ορίζεται εκείνη που δεν υπερβαίνει τα παρακάτω όρια:
Χρονικά όρια ασθενείας(βραχείας διάρκειας): σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930 ως τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν. 2112/1920. Μισθωτοί που απασχολούνται:
- Μέχρι 4 ετών – Ένας (1) μήνας
- 4 έτη συμπληρωμένα μέχρι 10 έτη – Τρεις (3) μήνες
- 10 έτη συμπληρωμένα μέχρι 15 έτη -Τέσσερις (4) μήνες
- 15 έτη συμπληρωμένα και άνω – Έξι (6) μήνες
Η αποχή λόγω ασθενείας του μισθωτού πρέπει να είναι συνεχής, μέχρι συμπληρώσεως των υπό του νόμου προβλεπόμενων ορίων. Στο χρόνο αυτό συνυπολογίζονται οι Κυριακές, οι εορτές και οι λοιπές μη εργάσιμες ημέρες.
Μισθός Άδειας και Επίδομα
- Από το συνδυασμό των διατάξεων των Άρθρων 35 και 38 του Α.Ν. 1846/51, 5 του Α.Ν. 178/67, 657 και 658 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο εργοδότης υποχρεούται να πληρώσει το 1/2 του ημερομισθίου ή το 1/2 του 1/25 του μηνιαίου μισθού για το χρονικό διάστημα από της αναγγελίας της ασθένειας και μέχρι την έναρξη της επιδότησης από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δηλαδή για το διάστημα 1-3 ημερών (Εγκ. 342/67). Ο εργοδότης καταβάλλει κάθε φορά τις αποδοχές ασθενείας των 3 ημερών μέχρι να συμπληρωθεί ο μήνας ή μισός κατά έτος, ανάλογα με το χρόνο υπηρεσίας του μισθωτού. Με τις προϋποθέσεις και τα χρονικά όρια των άρθρων 657-658 ου Αστικού Κώδικα.
- Το επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, σύμφωνα με το Άρθρο 38 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/51, όπως ισχύει, καταβάλλεται από την 4η ημέρα μετά την αναγγελία, υπολογίζεται δηλαδή 3ήμερος χρόνος αναμονή ,μόνο όμως μία φορά το έτος. Αν ο μισθωτός ασθενήσει εκ νέου απαιτείται να καταβληθεί από τη πρώτη μέρα. Αν η ανικανότητα εργασίας διαρκέσει μέχρι και 3 μέρες το ΙΚΑ δεν καταβάλλει το επίδομα.
- Ο εργοδότης δεν οφείλει να καταβάλει αποδοχές για Κυριακή ή αργίες, εκτός των αργιών για τις οποίες ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές του (Άρθρο 1 του Ν.Δ. 147/73), καθώς και για την 6η ημέρα σε περίπτωση που η επιχείρηση εφαρμόζει σύστημα 5νθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
- Ο εργοδότης, σύμφωνα με τα Άρθρα 657-658 του ΑΚ, δικαιούται να εκπέσει από το μισθό του 15νθημέρου ή μήνα το σύνολο του επιδόματος ασθενείας που ο μισθωτός εισέπραξε από τον ασφαλιστικό του φορέα κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και όχι μόνο εκείνο που αντιστοιχεί στις εργάσιμες ημέρες του 15νθημέρου ή μήνα (Α.Π. 308/06).
- Σε περίπτωση ατυχήματος η επιδότηση αρχίζει από την πρώτη ημέρα, εφόσον η ανικανότητα για εργασία είναι μεγαλύτερη των τριών ημερών και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει το υπόλοιπο μέχρι συμπλήρωσης του ημερομισθίου ή του 1/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε ημέρα απουσίας. Αν η ανικανότητα λόγω ατυχήματος διαρκεί μέχρι τρεις ημέρες, θεωρείται χρόνος αναμονής και ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει το 1/2 του ημερήσιου μισθού ή το 1/2 του 1/25 του μηνιαίου μισθού.
Άρθρο 657: “Ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωσή του για μισθό, αν ύστερα από δεκαήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό τα ποσά που εξ αιτίας του εμποδίου καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο από ασφάλιση υποχρεωτική κατά το νόμο”.
Άρθρο 658: “Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρείται, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, η αξίωση για το μισθό σε περίπτωση εμποδίου, δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, αν το εμπόδιο εμφανίστηκε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της σύμβασης, και το μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση. Η αξίωση για το διάστημα αυτό υπάρχει και αν ακόμη ο εργοδότης κατάγγειλε τη μίσθωση επειδή το εμπόδιο του παρείχε το δικαίωμα αυτό”.
Υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών κατά το χρόνο ασθενείας
- Καταρχήν, οι αποδοχές που καταβάλλονται στους μισθωτούς κατά τη διάρκεια της κανονικής τους άδειας υπόκεινται σε εισφορές υπέρ του ΙΚΑ κατά τον ίδιο τρόπο που υπόκεινται και οι λοιπές αποδοχές τους, καθώς κατά τον χρόνο της κανονικής άδειας δεν διακόπτεται η εργασιακή σχέση, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει.
- Οι ημέρες απουσίας από την εργασία, για τις οποίες οι εργαζόμενοι δικαιούνται να λάβουν εξ ολοκλήρου ή μερικώς το μισθό από τον εργοδότη τους (άσχετα αν παίρνουν ή όχι παράλληλα επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ), είναι για χρονικό διάστημα 13 ημερών για όσους έχουν προϋπηρεσία μέχρι ένα έτος και 26 ημέρες για όσους έχουν προϋπηρεσία πάνω από ένα έτος. Θεωρούνται σαν χρόνος εργασίας και επομένως υπάρχει υποχρέωση ασφάλισης. Οι ανωτέρω ημέρες του χρόνου της ασθενείας(ασφάλισης) προσμετρούνται για τη χορήγηση όλων γενικά των ασφαλιστικών παροχών (σε χρήμα και σε είδος) από το Ίδρυμα (παρ.1 & 2 άρθρο 2 και παρ. 2 του άρθ. 8 του Α.Ν. 1846/51).
- Αντίθετα, οι μέρες που οι μισθωτοί απέχουν από την εργασία τους λόγω ασθενείας, χωρίς να δικαιούνται μισθό από τον εργοδότη τους, έστω και αν παίρνουν επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ, μετά την πάροδο των χρονικών διαστημάτων του Αστικού Κώδικα, δεν θεωρούνται χρόνος ασφάλισης. Δεν υπάρχει δηλαδή υποχρέωση καταβολής εισφορών υπέρ του ΙΚΑ και δεν υπολογίζονται αυτές για τη χορήγηση των ασφαλιστικών παροχών(εκτός μόνο για ιατρική περίθαλψη-άρθ. 31 Α.Ν. 1846/1951).
- Κατά τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών επέρχεται αναστολή της εργασιακής σύμβασης, χωρίς βέβαια να καταβάλλονται οι αποδοχές στον μισθωτό που απέχει από την εργασία του, οπότε δεν υφίσταται και αντίστοιχη υποχρέωση για ασφάλιση και καταβολή εισφορών υπέρ του ΙΚΑ.
- Όταν πρόκειται για εκπαιδευτική άδεια χωρίς αποδοχές, δίνεται από τον νόμο η δυνατότητα να αναγνωριστεί ο χρόνος αυτής ως συντάξιμος, ύστερα από αίτηση του ασφαλισμένου.
Στη γονική άδεια ανατροφής, ο εργαζόμενος γονέας κατά το χρονικό διάστημα της απουσίας από την εργασία του έχει πλήρη ασφαλιστική κάλυψη από τον ασφαλιστικό οργανισμό στον οποίο είναι ασφαλισμένος, υπό τον όρο όμως ότι θα καταβάλει ολόκληρη την ασφαλιστική εισφορά (εργατική και εργοδοτική) που αντιστοιχεί στη διάρκειά της.